Διαβάστε περισσότερα στο νέο σύγγραμμα Δημόσια Οικονομική του David N. Hyman που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τζιόλα εδώ.
Πόση σχέση έχει το φορολογικό σύστημα με τα μωρά; Η απάντηση είναι «αρκετή», σύμφωνα με τη θετικιστική οικονομική ανάλυση της επίδρασης του συστήματος φορολογίας εισοδήματος των ΗΠΑ στην απόφαση να αποκτήσει κανείς παιδιά [1]. Το ποσοστό γεννήσεων στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 3 τοις εκατό στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και σύντομα θα αυξηθεί περισσότερο, σύμφωνα με τους οικονομολόγους Leslie Whittington, James Alm και H.Elizabeth Peters. Οι εν λόγω οικονομολόγοι εξέτασαν πώς το φορολογικό σύστημα των ΗΠΑ έχει επιδοτήσει έμμεσα το κόστος της ανατροφής των παιδιών από το 1917. Ανέπτυξαν πρώτα ένα θετικιστικό οικονομικό υπόδειγμα της επιλογής για την απόκτηση παιδιών και στη συνέχεια το χρησιμοποίησαν προκειμένου να απομονώσουν και να προσδιορίσουν την επίδραση της προσωπικής απαλλαγής φόρου εισοδήματος στον ποσοστό γεννήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1913 έως το 1984. Ο αναφερόμενος «δείκτης γονιμότητας» μετρά τον αριθμό των γεννήσεων ανά 1.000 γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία.
Η προσωπική απαλλαγή ήταν ένα χαρακτηριστικό του ομοσπονδιακού φόρου εισοδήματος το οποίο, το 2017 επέτρεπε στις οικογένειες να εξαιρέσουν από τη φορολογία εισόδημα ύψους 4.050 δολαρίων για κάθε εξαρτώμενο μέλος τους. Για μια οικογένεια που υπόκειτο σε φορολογικό συντελεστή 33 τοις εκατό, κάθε πρόσθετο παιδί μείωνε τον ετήσιο ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος κατά 1.336,50 δολάρια =0,33×4.050. Στην πράξη, η μείωση αυτή ισοδυναμεί με μια επιδότηση που ποικίλλει ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών· με όλους τους άλλους παράγοντες αμετάβλητους, όσο μεγαλύτερη είναι η προσωπική απαλλαγή, τόσο μεγαλύτερη είναι η επιδότηση για την απόκτηση παιδιών. Η αξία της επιδότησης μέσω προσωπικής απαλλαγής εξαρτάται επίσης από τη φορολογική κλίμακα. Για παράδειγμα, για μια οικογένεια που ανήκε στο φορολογικό κλιμάκιο του 15 τοις εκατό, η ετήσια μείωση των φόρων (δηλαδή η επιδότηση) που προέκυπτε από την προσωπική απαλλαγή των 4.050 δολαρίων ήταν μόνο 607,50 δολάρια, ενώ μια οικογένεια με εισόδημα τόσο χαμηλό ώστε να μην υπόκειται σε φορολόγηση εισοδήματος, είχε ελάχιστο όφελος από την προσωπική απαλλαγή.
Όμως, για μια οικογένεια μεσαίου εισοδήματος, η επιδότηση από την προσωπική απαλλαγή κυμαινόταν κατά την εξεταζόμενη περίοδο από 4 έως 9 τοις εκατό των ετήσιων δαπανών ανατροφής παιδιού και διαρκούσε μέχρι το παιδί να φτάσει στην ηλικία των 18 ετών ή και περισσότερο εάν το παιδί αυτό φοιτούσε στο πανεπιστήμιο. Για επιπλέον παιδιά, η επιδότηση ανερχόταν σε 14 τοις εκατό των ετήσιων δαπανών [2]. Ακολουθώντας τη θετικιστική προσέγγιση, η θεωρητική ανάλυση υποστηρίζει ότι με τη μείωση του κόστους ανατροφής των παιδιών, το φορολογικό σύστημα ενθαρρύνει τις οικογένειες στην απόκτηση παιδιών, άρα, συμπεραίνει, ότι με όλους τους άλλους παράγοντες αμετάβλητους, οι δείκτες γονιμότητας μεταβάλλονται άμεσα με την αξία της προσωπικής απαλλαγής.
Χρησιμοποιώντας πραγματικά δεδομένα από το 1913 έως το 1984, οι ερευνητές έλεγξαν την υπόθεση ότι η ανωτέρω θεωρία είναι σωστή διεξάγοντας μια στατιστική ανάλυση της σχέσης μεταξύ του δείκτη γονιμότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες, της προσωπικής απαλλαγής και μιας σειράς άλλων μεταβλητών που επηρεάζουν την επιλογή απόκτησης παιδιών. Ελέγχοντας στατιστικά για όλες τις άλλες επιρροές του δείκτη γονιμότητας, οι ερευνητές μπόρεσαν να απομονώσουν τη σχέση μεταξύ των δεικτών γονιμότητας και της πραγματικής αξίας της φορολογικής μείωσης της προσωπικών απαλλαγών για όλους τους φορολογούμενους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των πραγματικής αξίας της προσωπικής απαλλαγής από τον φόρο, θα συνδέεται κατά μέσο όρο με μια αύξηση του αριθμού των γεννήσεων ανά 1.000 γυναίκες.
Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν την ανάλυσή τους για να εκτιμήσουν την πιθανή επίδραση των πρόσφατων αυξήσεων της προσωπικής απαλλαγής στους δείκτες γονιμότητας. Η προσωπική απαλλαγή αυξήθηκε από 1.080 δολάρια το 1986 σε 4.050 δολάρια το 2017, προσαρμοσμένη για τον ετήσιο πληθωρισμό. Χρησιμοποιώντας την ιστορική σχέση μεταξύ της πραγματικής φορολογικής αξίας της προσωπικής απαλλαγής και του ρυθμού γεννήσεων, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτή η αύξηση της προσωπικής απαλλαγής είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ρυθμού γεννήσεων στις ΗΠΑ κατά 11 τοις εκατό. Η ανάλυση δείχνει ότι οι οικογένειες μεσαίου εισοδήματος έλαβαν τη μεγαλύτερη αύξηση της επιδότησης και οι δείκτες γονιμότητάς τους αυξήθηκαν αναλόγως. Από την άλλη πλευρά, στην πράξη ο νόμος μειώνει την ισχύ του κινήτρου απόκτησης παιδιών, τόσο για τις οικογένειες με πολύ χαμηλό όσο και για αυτές με πολύ υψηλό εισόδημα, αφού πολλές μεν οικογένειες με χαμηλό εισόδημα δεν πλήρωναν πλέον φόρο εισοδήματος, η δε προσωπική απαλλαγή είχε απαλειφθεί σταδιακά για πολλές οικογένειες με πολύ υψηλά εισοδήματα σε ορισμένα φορολογικά έτη κατά την περίοδο της μελέτης.
Ορισμένες χώρες επιδοτούν άμεσα τα παιδιά μέσω ειδικών οικογενειακών επιδομάτων. Για παράδειγμα, το ιαπωνικό κράτος καταβάλλει στις οικογένειες με περισσότερα από ένα παιδί προσχολικής ηλικίας ένα μηνιαίο επίδομα. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν επίσης συστήματα οικογενειακών επιδομάτων που ενθαρρύνουν τις οικογένειες να έχουν παιδιά. Αν και η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν επιδοτεί άμεσα τις οικογένειες με παιδιά, το ομοσπονδιακό φορολογικό σύστημα δίνει παροχές που ποικίλλουν ανάλογα με το μέγεθος της οικογένειας και αυξάνονται συνεχώς τα τελευταία χρόνια. Η τελευταία καινοτομία είναι μια οικογενειακή φορολογική πίστωση ανά παιδί που θα μειώσει άμεσα τους φόρους ανάλογα με τον αριθμό παιδιών ανά οικογένεια κάθε χρόνο. Μια οικογένεια που αυξάνει τον αριθμό των εξαρτώμενων παιδιών στο νοικοκυριό της μπορεί να μειώσει τη φορολογική της επιβάρυνση έως και 1.000 δολάρια για κάθε έτος που το παιδί παραμένει εξαρτώμενο. Ένα νοικοκυριό με τέσσερα παιδιά θα πλήρωνε έως και 4.000 δολάρια λιγότερους φόρους ετησίως από ό,τι ένα νοικοκυριό με το ίδιο φορολογητέο εισόδημα αλλά χωρίς εξαρτώμενα παιδιά. Αυτό είναι πιθανόν να αυξήσει περαιτέρω το κίνητρο για την απόκτηση παιδιών, δημιουργώντας έτσι μελλοντικούς φορολογούμενους που θα βοηθήσουν στην ελάφρυνση του φορολογικού βάρους ανά άτομο μέχρι τα μέσα του αιώνα, όταν το ποσοστό των συνταξιούχων στον πληθυσμού θα έχει αυξηθεί δραματικά.
Οι αλλαγές στον κώδικα φορολογίας εισοδήματος των ΗΠΑ που τέθηκαν σε ισχύ το 2018 κατάργησαν την προσωπική απαλλαγή, αντικαθιστώντας την με μια νέα φορολογική πίστωση η οποία φθάνει έως και 2.000 δολάρια ετησίως ανά δικαιούχο παιδί ηλικίας κάτω των 17 ετών. Η πίστωση καταργείται σταδιακά για φορολογούμενους που είναι επικεφαλής νοικοκυριού με εισοδήματα που ξεκινούν από 200.000 δολάρια ετησίως και για τους έγγαμους φορολογούμενους που υποβάλλουν κοινές δηλώσεις φόρου εισοδήματος με εισοδήματα που ξεκινούν από 400.000 δολάρια ετησίως. Αυτή η νέα φορολογική πίστωση είναι πολύ πιο ευνοϊκή για τους χαμηλόμισθους και μεσαίου εισοδήματος φορολογούμενους με παιδιά, διότι η αξία της δεν εξαρτάται από το κλιμάκιο φορολόγησης του εισοδήματός τους. Εικάζεται ότι αυτή η αντικατάσταση της προσωπικής φορολογικής απαλλαγής από φορολογική πίστωση θα αυξήσει το κίνητρο για την απόκτηση παιδιών για τα νοικοκυριά με χαμηλό και μεσαίο εισόδημα.
1 Βλ. Leslie A. Whittington, James Alm και H. Elizabeth Peters, «Fertility and the Personal Exemption: Implicit Pronatalist Policy in the United States», American Economic Review 80, 3 (Ιούνιος 1990): 545-556.
2 Whittington et al., σ. 546.
Διαβάστε περισσότερα στο νέο σύγγραμμα Δημόσια Οικονομική του David N. Hyman που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Τζιόλα εδώ.